- πολυοχλία
- πολυοχλίᾱ , πολυοχλίαcrowd of peoplefem nom/voc/acc dualπολυοχλίᾱ , πολυοχλίαcrowd of peoplefem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυοχλία — ἡ, Α [πολύοχλος] η συγκέντρωση όχλου, το μεγάλο πλήθος ανθρώπων … Dictionary of Greek
πολυοχλίας — πολυοχλίᾱς , πολυοχλία crowd of people fem acc pl πολυοχλίᾱς , πολυοχλία crowd of people fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυοχλίαν — πολυοχλίᾱν , πολυοχλία crowd of people fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԲԱԶՄԱՄԲՈԽ — ( ) NBH 1 411 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c, 13c ա. πολύοχλος, πολυπληθής, πλῆθος multus numero, fequens Ուր է ամբոխ բազում. բազմաժողով, խուռն. շատւոր. ... *Զի մեզ զբազմամբոխ ժողովսդ ցուցանես. Ոսկ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)